«Το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το ξετάξει»

Ένα αφιέρωμα στη Σηροτροφία που αποτέλεσε μοχλό ανάπτυξης για τον Έβρο

Πενήντα ώρες χρειάζεται περίπου ο μεταξοσκώληκας για να φτιάξει το κουκούλι του και να κλειστεί μέσα σε αυτό, από το οποίο θα βγει αργότερα ως χρυσαλίδα. Χωρίς να το ξέρει όμως, ο μεταξοσκώληκας έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του μία πολύτιμη «φυλακή», την αξία της οποίας ο άνθρωπος γνωρίζει από το 2690 π.Χ. Η «φυλακή» αυτή είναι φτιαγμένη από το μεταξί – μία από τις πλέον ακριβές και ανθεκτικές κλωστές στον κόσμο. Για να είναι όμως χρήσιμη η κλωστή αυτή πρέπει να συλλεχθεί πριν η χρυσαλίδα τρυπήσει το κουκούλι, αλλά ταυτόχρονα ο μεταξοσωληκας πρέπει να ζήσει τη σύντομη ζωή του με τέτοιο τρόπο ώστε το κουκούλι που θα φτιάξει να είναι καλοσχηματισμένο και «καθαρό».

Η τέχνη της παραγωγής του μεταξιού, γνωστή και ως σηροτροφία (από την κινεζική λέξη ser για τον μεταξοσκώληκα)  ήταν γνωστή στους Εβρίτες από το πολύ μακρινό παρελθόν  – το μαρτυρά αλλωστε και η προφορική τραγουδιστική παράδοση του τόπου. Στη ντόπια στιχουργική συναντούμε ‘μελωποιημένη’ τη διαδικασία επεξεργασίας τη μεταξωτής κλωστής με στίχους όπως: κόρη μιτάξ’(ι) καλάμιζι / σύρμα του μασουρίζι / στους ουρανούς του (γ)ίδιαζι / στους κάμπους του τυλίγι .

Η οργανωμένη όμως παραγωγή μεταξωτής κλωστής και υφασμάτων αρχίζει επίσημα στο Σουφλί το 1903. Το Σουφλί –τότε βέβαια ως πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας- από το 1903 και εντεύθεν αρχίζει σταδιακά να γίνεται σημείο αναφοράς στον τομέα της μεταξοπαραγωγής ανά τον τότε γνωστό κόσμο. Η ακμή του δυτσυχώς θα διακοπεί απότομα το 1922, καθώς η Ανταλλαγή των Πληθυσμών και η επαναχάραξη των ελληνοτουρκικών συνόρων, θα «εγκλωβίσουν» τους μορεώνες στην απέναντι πλευρά του ποταμού Έβρου. Ο μεταξοσκώληκας τρέφεται αποκλειστικά με φύλλα μουριάς.

Παρ’ όλα αυτά οι Σουφλιώτες θα διατηρήσουν τη γνώση, θα επενδύσουν και κερδίσουν από αυτήν καθώς η καλλιέργεια του μεταξιού μπορεί εύκολα να γίνει και στο σπίτι αν υπάρχουν κατάλληλα διαμορφωμένοι χώροι. Τα σπίτια με μεγάλη παραγωγή μεταξιού στο Σουφλί ήταν γνωστά ως «κουκουλόσπιτα» . Εν τούτοις σημαίνοντα ρόλο στην ανάπτυξη της μεταξουργίας στο Σουφλί διαδραμάτισε το εργοστασιο «Τζίβρε» ιδιοκτησίας δύο αδερφών εβραϊκής καταγωγής, που θα μπορούσαμε να πουμε ότι ήταν η πρώτη απόπειρα βομηχανοποιημένης παραγωγης μεταξιού στο Σουφλί της δεκαετίας του 1920.

Η τέχνη της μεταξουργίας είναι εγγεγραμμένη στην τοπική παράδοση του Σουφλίου, καθώς μεταξωτά υφάσματα χρησιμοποιήθηκαν κατα κόρον στην κατασκευη της τοπικης φορεσιας ενώ η επεξεργασία της μεταξωτής κλωστής στον αργαλειό θεωρείται μία διαδικασία άκρως χρονοβόρα. Οι παλιότερες υφάντρες ξέρουν ότι μια ποδιά απαιτεί 40 μέρες συνεχούς εργασίας στον αργαλειό – χρόνος εξαιρετικά μεγάλος.

Ο κύκλος της ζωης του μεταξοσκώληκα ξεκινά στο τέλος Απριλίου, οπότε και εκκολάπτεται ο ‘σπόρος’. Τα νεογέννητα σκουλήκια θα τοποθετηθούν στα «κρεββάτια» (μακρόστενες ξύλινες κατασκευές) που είναι στρωμένα με φύλλα μουριάς, σε δωμάτια σκοτεινά με συγκεκριμένη –υψηλή- θερμοκρασία. Εκεί, οι μικροί σκώληκες θα ενηλικιωθούν μασώντας τα φύλλα της μουριάς και σύντομα θα φτασουν στην ηλικία που θα πρέπει να «τυλίξουν», δηλαδή να αρχίσουν να φτιάχνουν τα κουκούλια τους και να κλείνονται μέσα σε αυτά. Για να γίνει αυτό, τα φύλλα μουριάς αντικαθίστανται με κλαδιά από φυτά που στην τοπική διάλεκτο είναι γνωστά ως «πουρνάρια». Σε πενήντα ώρες – δηλαδή περίπου δε δύο ημέρες- τα κουκούλια είναι έτοιμα για συλλογή ώστε να γίνει η απόπνιξη της χρυσαλίδας πριν προλάβει να τρυπήσει το μεταξωτό αυγό της και επι της ουσίας το καταστρέψει.

Τα κουκούλια θα ψηθούν σε ειδικό φούρνο με ατμό και εν συνεχεία θα ακολουθήσει το δεύτερο στάδιο της διαλογής τους. Τα «γεμάτα», καλοσχηματισμενα κουκούλια θα προωθηθούν για αναπήνιση –δηλαδή για την εξαγωγή της μεταξωτής κλωστής- ενώ τα λιγότερο καλής ποιότητας θα δώσουν ένα υποδεέστερο νήμα, το λεγόμενο «κουκουλάρικο».

Παλαιότερα, όταν η σηροτροφία ήταν ακόμη ζωντανή και προσοδοφόρα οι μεταξεμποροι αγόραζαν συνηθως τα κουκούλια ολοκληρα και φρόντιζαν οι ίδιοι για την αναπήνιση και η τιμολόγηση γινόταν με το κιλό.

Σήμερα, η τέχνη της σηροτροφίας ανήκει περισσότερο σε μία φολκλορική διάσταση παρά αποτελει έναν τροπο βιοπορισμού. Αν και υπάρχουν ακόμη ορισμένοι σηροτρόφοι εγκατεστημένοι στο Σουφλί, η παραγωγή τους δεν είναι ικανή να τους αποφέρει ικανοποιητικό εισόδημα, ωστόσο αυτό που παρατηρείται είναι μία τάση επιστροφής στην συγκεκριμένη παραδοσιακή τεχνική και μία προσπάθεια «ανάστασής» της.

Πρώτο βήμα βέβαια για να επιτευχθεί αυτό είναι η επανασύσταση ή η σύσταση μορεώνων, μιας και χωρίς μουριές δεν είναι δυνατόν να ζήσουν και να αναπαραχθούν μεταξοσκωληκες. Προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχει μία κρατική παρέμβαση με διάφορα αγροτικά επιδοτούμενα προγράμματα στην ευρύτερη περιοχή του Σουφλίου, που όμως είναι ακόμη σε πρώιμο στάδιο.

Την ίδια ώρα εξελίσσεται και μία προσπάθεια αναγωγής της σηροτροφίας σε πανεπιστημιακό μάθημα και δη στη Σχολή Δασοπονίας που εδρεύει στην Ορεστιάδα μιας και ο Έβρος είναι ο κατ’ εξοχήν μεταξοπαραγωγός νομός της Ελλάδας, ενω σε διεθνές επίπεδο έχει ξεκινήσει από την Κίνα η αναβίωση του πάλαι ποτέ Δρόμου του Μεταξιού που ένωνε την άπω Ανατολή με την Ευρώπη.

Σε κάθε περίπτωση, η σηροτροφία αποτέλεσε σημαντικό αναπτυξιακό μοχλό του κεντρικού Έβρου, τουλάχιστον μέχρι και τη δεκαετία του 1970, ενώ η ενασχόληση των Σουφλιωτών (και των κατοικων των οικισμών πέριξ του Σουφλίου) με τη σηροτροφία ήταν τόσο έντονη, που εντάχθηκε στο τοπικό γλωσσικό ιδιώμα κι έτσι ακόμη και σήμερα συναντούμε εκφράσεις όπως «αυτός τυλίγει» όταν πρόκειται για κάποιον που κοιμάται βαθιά ή «στα κουκούλια τον καιρό» όταν προσδιορίζεται χρονικά το τέλος της άνοιξης και η αρχή του καλοκαιριού μιας  και ο κύκλος της ζωής του μεταξοσκώληκα ολοκληρώνεται περίπου στο τέλος Μαΐου με αρχές Ιουνίου.