Γιατί πληρώνουμε ακριβότερα τη διεθνή ακρίβεια – Κρας τεστ τιμών σε επτά χώρες της Ε.Ε.

Μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές ενέργειας, πρώτων υλών, υψηλές ονομαστικές τιμές λόγω προσφορών και φόροι

Εάν θέλεις να πιεις φθηνό φρέσκο γάλα καλύτερα να ταξιδέψεις μέχρι την Ιβηρική Χερσόνησο. Αλλά ακόμη και μέχρι τη Γαλλία να φτάσεις, θα το πληρώσεις λιγότερο από ό,τι στην Ελλάδα. Αλλωστε στο Παρίσι μπορείς να αγοράσεις το ίδιο πακέτο μακαρόνια 31 λεπτά φθηνότερα από ό,τι στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς σου.

Μπορεί τα ενοίκια να είναι απλησίαστα στην Πόλη του Φωτός, όμως τον στιγμιαίο καφέ θα τον αγοράσεις από το σούπερ μάρκετ κατά 50% φθηνότερα από ό,τι στο ελληνικό σούπερ μάρκετ. Για οδοντόκρεμα, πάνες –είδος για το οποίο οι ελληνικές οικογένειες ξοδεύουν μια περιουσία–, αλλά και απορρυπαντικά καλύτερα είναι να πας κατά Βερολίνο μεριά. Διότι εκεί θα αγοράσεις το ίδιο ακριβώς προϊόν, του ίδιου πολυεθνικού ομίλου και μάλιστα χωρίς να αναζητάς ποιο σούπερ μάρκετ έχει προσφορά, καθώς η χαμηλή τιμή είναι η αρχική τιμή, χωρίς δηλαδή να εμπεριέχει προωθητική ενέργεια.

Με άλλα λόγια, ο πληθωρισμός που «χτυπάει» εμάς και την παγκόσμια κοινότητα είναι μεν εισαγόμενος σε σημαντικό βαθμό, λόγω κυρίως της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων –είτε πρόκειται για πετρέλαιο είτε για φυσικό αέριο–, πρώτων και δεύτερων υλών, από χάλυβα και πλαστικά έως καλαμπόκι για ζωοτροφές και μαλακό σιτάρι για αλεύρι, όμως δεν είναι η μοναδική αιτία που οι τιμές στην Ελλάδα σε βασικά αγαθά είναι τόσο σε απόλυτα μεγέθη υψηλές όσο και σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.

Ενα πλέγμα παραγόντων –που μπορεί να ξεκινάει από το γεγονός ότι το τριφύλλι στην Ελλάδα κοστίζει περισσότερο γιατί πρέπει να κάψεις πετρέλαιο ή ρεύμα για να αντλήσεις νερό και να το ποτίσεις και να φτάνει μέχρι την κυριαρχία των προσφορών στη λειτουργία των σούπερ μάρκετ, λειτουργία που κρατάει σε υψηλά επίπεδα τις ονομαστικές τιμές και στην ουσία δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού– βρίσκονται πίσω από την… ενδημική ακρίβεια. Στα παραπάνω, βεβαίως, θα πρέπει να προστεθούν και οι υψηλοί έμμεσοι φόροι, τόσο ο ΦΠΑ όσο και ο ΕΦΚ, φόροι που αυξήθηκαν ή ακόμη και εμφανίστηκαν για πρώτη φορά, όπως στην περίπτωση του ΕΦΚ στον καφέ, την περίοδο των μνημονίων χάριν δημοσιονομικής προσαρμογής –ή σε απλά ελληνικά για να αυξηθούν τα κρατικά έσοδα– και επιβεβαίωσαν τη γνωστή ρήση «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Στην Ισπανία, για παράδειγμα, βασικά είδη διατροφής, όπως το γάλα, το ψωμί, τα αυγά, το τυρί επιβαρύνονται με ΦΠΑ 4%, όμως στην Ελλάδα με 13%. Στη Γερμανία ορισμένα τρόφιμα επιβαρύνονται με ΦΠΑ 7%, ενώ ακόμη και στην Αυστρία ο ΦΠΑ στο γάλα και τα δημητριακά είναι 10%. Στη δε Γαλλία, όλα τα τρόφιμα με εξαίρεση τις σοκολάτες, τις μαργαρίνες – φυτικά λίπη και το…χαβιάρι επιβαρύνονται με ΦΠΑ μόλις 5,5%.

Στην Ελλάδα οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση του ΦΠΑ, τουλάχιστον σε βασικά είδη διατροφής, σταματάει πριν καν αρχίσει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις προς την κυβέρνηση από προμηθευτές και λιανεμπόρους, με την κυβέρνηση μεν να ισχυρίζεται ότι δεν το πράττει διότι φοβάται ότι δεν θα περάσουν οι μειώσεις στις τελικές τιμές, την ίδια ώρα δε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τους εκπροσώπους της βιομηχανίας και του λιανεμπορίου επιστρατεύοντας την παρωχημένη και, όπως αποδείχθηκε στο παρελθόν, αναποτελεσματική πρακτική της «συμφωνίας κυρίων».

Διαβάστε εδώ ολόκληρο το άρθρο

{Πηγή δημοσίευσης: https://www.xronos.gr/, της Δήμητρας Μανιφάβα, από kathimerini.gr, 6/6/2022}